ψευτομαχητής

ψευτομαχητής
ruff

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλόμαχος — η, ο / φιλόμαχος, ον, ΝΜΑ φιλοπόλεμος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”